- ωραιοπολώ
- -έω, Α(κατά το λεξ. Σούδα) συναναστρέφομαι νέους ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -πολῶ (< -πόλος < πέλω, -ομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο-πολῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡραιοπολῶ — ὡραιοπολέω live with the young pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὡραιοπολέω live with the young pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)